κραξιά

κραξιά
η
1. κραυγή, ιδίως κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ.
2. κάλεσμα ζώου, ιδίως ορνίθων ή άλλων κατοικίδιων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ- τού κράζω (πρβλ. αόρ. -κραξ-α) + κατάλ. -ιά (πρβλ. αλλαξ-ιά, ρουφηξ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κραξιά — κραξιά, η και κράξιμο, το 1. κραυγή. 2. κάλεσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώναγμα — το, ατος και φώνασμα, το ατος 1. κραυγή, κράξιμο, κραξιά, ξεφωνητό, αναφώνηση: Μάλωναν γυναίκες κι ακούγονταν φωνάγματα. 2. κλήση, κάλεσμα, καλεσμός: Μ ένα φώναγμα θα έρθει εδώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”